Προικοδότηση στα πολωνικά
Μετάφραση: προικοδότηση, Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
dotacja, wyposażenie, fundacja, obdarowanie, wysokości środków, Zmiana wysokości środków, dożycie
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: προικοδότηση
προικοδότηση ε1, προικοδότηση αεροποριας, προικοδότηση αστυνομικων 2014, προικοδότηση αστυνομικων 2013, προικοδότηση πολεμικου ναυτικου, προικοδότηση λεξικό γλώσσας πολωνικά, προικοδότηση στα πολωνικά
Μεταφράσεις
- προικίζω στα πολωνικά - obdzielać, obdarowywać, zaopatrzyć, wyposażać, obdarzać, fundować, obdarować, ...
- προικισμένος στα πολωνικά - utalentowany, zdolny, uzdolniony, utalentowanym, uzdolnionych
- προκαλώ στα πολωνικά - sprawić, zrządzić, wywoływać, cel, spowodowanie, wyżywać, prowokować, ...
- προκατάληψη στα πολωνικά - ujma, odchylenie, ukos, opinia, przychylność, stronniczość, polaryzacja, ...
Τυχαίες λέξεις
Προικοδότηση στα πολωνικά - Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Μεταφράσεις: dotacja, wyposażenie, fundacja, obdarowanie, wysokości środków, Zmiana wysokości środków, dożycie
Μεταφράσεις: dotacja, wyposażenie, fundacja, obdarowanie, wysokości środków, Zmiana wysokości środków, dożycie