Προικοδότηση στα πορτογαλικά
Μετάφραση: προικοδότηση, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
talento, doação, dotação, dom, investidura, endowment
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: προικοδότηση
προικοδότηση ε1, προικοδότηση αεροποριας, προικοδότηση αστυνομικων 2014, προικοδότηση αστυνομικων 2013, προικοδότηση πολεμικου ναυτικου, προικοδότηση λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, προικοδότηση στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- προικίζω στα πορτογαλικά - endossante, dotar, dote, Dower, dom natural, o dote, da viúva
- προικισμένος στα πορτογαλικά - dotado, talentoso, prendado, dotados, talentosa
- προκαλώ στα πορτογαλικά - induzir, móvel, incitar, aprovisionar, processo, arrostar, indonésia, ...
- προκατάληψη στα πορτογαλικά - preconceito, prejuízo, inclinar, viés, viés de, tendência, bias
Τυχαίες λέξεις
Προικοδότηση στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: talento, doação, dotação, dom, investidura, endowment
Μεταφράσεις: talento, doação, dotação, dom, investidura, endowment