Προικοδότηση στα ισπανικά

Μετάφραση: προικοδότηση, Λεξικό: ελληνικά » ισπανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
donación, dotación, dotación de, la dotación, investidura, de dotación
Προικοδότηση στα ισπανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: προικοδότηση

προικοδότηση ε1, προικοδότηση αεροποριας, προικοδότηση αστυνομικων 2014, προικοδότηση αστυνομικων 2013, προικοδότηση πολεμικου ναυτικου, προικοδότηση λεξικό γλώσσας ισπανικά, προικοδότηση στα ισπανικά

Μεταφράσεις

  • προικίζω στα ισπανικά - dote, dower, la dote, ganancial, de Dower
  • προικισμένος στα ισπανικά - dotado, talentoso, dotados, talento, dotada
  • προκαλώ στα ισπανικά - enconar, pleito, originar, causa, desafiar, retar, suscitar, ...
  • προκατάληψη στα ισπανικά - prevención, prejuicio, parcialidad, través, sesgo, tendencia, sesgo de
Τυχαίες λέξεις
Προικοδότηση στα ισπανικά - Λεξικό: ελληνικά » ισπανικά
Μεταφράσεις: donación, dotación, dotación de, la dotación, investidura, de dotación