Στενάζω στα ισλανδικά

Μετάφραση: στενάζω, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
stynja
Στενάζω στα ισλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: στενάζω

στενάζω συνώνυμα, στενάζω λεξικό γλώσσας ισλανδικά, στενάζω στα ισλανδικά

Μεταφράσεις

  • στεγνός στα ισλανδικά - þurr, þurrt, þurrum, þorna, þurru
  • στενά στα ισλανδικά - framhjá, ganga, fara, náið, vel, náið með, fylgjast náið, ...
  • στενός στα ισλανδικά - þröngur, krappur, nálægt, nærri, loka, nálægt því, nágrenninu
  • στενόχωρος στα ισλανδικά - óþægilegt, óþægileg, óþægindum, óþægilegt að, óþægilega
Τυχαίες λέξεις
Στενάζω στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: stynja