Στενάζω στα λευκορωσικά

Μετάφραση: στενάζω, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
стогн, стогны, енк
Στενάζω στα λευκορωσικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: στενάζω

στενάζω συνώνυμα, στενάζω λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, στενάζω στα λευκορωσικά

Μεταφράσεις

  • στεγνός στα λευκορωσικά - сухi, сухі, сухой, сухім, сухое, сухога
  • στενά στα λευκορωσικά - прыходзiць, прыстань, адбыцца, цесна, шчыльна
  • στενός στα λευκορωσικά - маленький, гарох, вузкi, абвяшчаць, блізка, блізкі
  • στενόχωρος στα λευκορωσικά - нязручны, няёмкі, няёмкае, неудобный, нязручнае
Τυχαίες λέξεις
Στενάζω στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: стогн, стогны, енк