Στενάζω στα σλαβομακεδονικά
Μετάφραση: στενάζω, Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
стенкањето, поплака, воздишка
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: στενάζω
στενάζω συνώνυμα, στενάζω λεξικό γλώσσας σλαβομακεδονικά, στενάζω στα σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις
- στεγνός στα σλαβομακεδονικά - сув, сува, суво, суви, сувата
- στενά στα σλαβομακεδονικά - тесно, внимателно, поблиску, тесна, внимателно да
- στενός στα σλαβομακεδονικά - во близина, затвори, блиску, блиски, близок
- στενόχωρος στα σλαβομακεδονικά - непријатно, неудобно, непријатна, чувствуваат непријатно, непријатни
Τυχαίες λέξεις
Στενάζω στα σλαβομακεδονικά - Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις: стенкањето, поплака, воздишка
Μεταφράσεις: стенкањето, поплака, воздишка