Στενάζω στα σουηδικά
Μετάφραση: στενάζω, Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
stöna, stön, moan, stönande
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: στενάζω
στενάζω συνώνυμα, στενάζω λεξικό γλώσσας σουηδικά, στενάζω στα σουηδικά
Μεταφράσεις
- στεγνός στα σουηδικά - torr, torka, torrt, torra
- στενά στα σουηδικά - förflyta, räcka, tätt, noggrant, noga, nära, nära samarbete
- στενός στα σουηδικά - ringa, intim, trång, innerlig, snål, obetydlig, smal, ...
- στενόχωρος στα σουηδικά - obekväma, obekväm, obehagligt, obekvämt, obehaglig
Τυχαίες λέξεις
Στενάζω στα σουηδικά - Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Μεταφράσεις: stöna, stön, moan, stönande
Μεταφράσεις: stöna, stön, moan, stönande