Στενάζω στα ρουμανικά

Μετάφραση: στενάζω, Λεξικό: ελληνικά » ρουμανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
geamăt, geme, geamat, suspin, murmur
Στενάζω στα ρουμανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: στενάζω

στενάζω συνώνυμα, στενάζω λεξικό γλώσσας ρουμανικά, στενάζω στα ρουμανικά

Μεταφράσεις

  • στεγνός στα ρουμανικά - sec, usca, uscat, uscată, uscate, uscata, chimică
  • στενά στα ρουμανικά - trece, îndeaproape, strâns, strânsă, atent, indeaproape
  • στενός στα ρουμανικά - strâmt, închidere, închide, aproape, strânsă, aproape de
  • στενόχωρος στα ρουμανικά - incomod, inconfortabil, disconfort, incomode, confortabile
Τυχαίες λέξεις
Στενάζω στα ρουμανικά - Λεξικό: ελληνικά » ρουμανικά
Μεταφράσεις: geamăt, geme, geamat, suspin, murmur