Στύβω στα ισλανδικά
Μετάφραση: στύβω, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
kreista, Kreistu, Squeeze, Lausafjárskortur, Lausafjárskortur hefur
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: στύβω
στύβω ορθογραφία, στύβω κλιση, στύβω ή στίβω, στύβω πορτοκαλια, στύβω λεμονια, στύβω λεξικό γλώσσας ισλανδικά, στύβω στα ισλανδικά
Μεταφράσεις
- στόμιο στα ισλανδικά - munni, kjaftur, munnur, munn, í munni, munnurinn
- στόχος στα ισλανδικά - skotspónn, miða, markmið, skotmark, miðað, markmiðið
- στύλος στα ισλανδικά - staða, eftir, Færsla, Post, kjölfar
- συγγενής στα ισλανδικά - frændi, ættingi, miðað, ættingja, hlutfallsleg, hlutfallslegt
Τυχαίες λέξεις
Στύβω στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: kreista, Kreistu, Squeeze, Lausafjárskortur, Lausafjárskortur hefur
Μεταφράσεις: kreista, Kreistu, Squeeze, Lausafjárskortur, Lausafjárskortur hefur