Στύβω στα ουκρανικά
Μετάφραση: στύβω, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
відтиск, стиск, згин, здавити, відбиток, стискання, стиснення, стискування
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: στύβω
στύβω ορθογραφία, στύβω κλιση, στύβω ή στίβω, στύβω πορτοκαλια, στύβω λεμονια, στύβω λεξικό γλώσσας ουκρανικά, στύβω στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- στόμιο στα ουκρανικά - боязкий, прохід, тихий, мишачий, гирло, проходе, усті, ...
- στόχος στα ουκρανικά - завдання, прицільний, мішень, мета, ціль, мету, меті, ...
- στύλος στα ουκρανικά - титул, фасон, грабування, гравірувати, стиль, після, по
- συγγενής στα ουκρανικά - зв'язок, ставлення, обертальний, близький, рідний, поєднання, споріднений, ...
Τυχαίες λέξεις
Στύβω στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: відтиск, стиск, згин, здавити, відбиток, стискання, стиснення, стискування
Μεταφράσεις: відтиск, стиск, згин, здавити, відбиток, стискання, стиснення, стискування