Στύβω στα λιθουανικά
Μετάφραση: στύβω, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
spaudimas, suspaudimas, kebli padėtis, slėgimas, gniaužti
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: στύβω
στύβω ορθογραφία, στύβω κλιση, στύβω ή στίβω, στύβω πορτοκαλια, στύβω λεμονια, στύβω λεξικό γλώσσας λιθουανικά, στύβω στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- στόμιο στα λιθουανικά - burna, nagų, burnos, džiūvimas, burną
- στόχος στα λιθουανικά - taikinys, tikslas, tikslinė, tikslinės, tikslinis, taikiniu
- στύλος στα λιθουανικά - stilius, maniera, fasonas, būdas, paštas, paštu, po, ...
- συγγενής στα λιθουανικά - santykinis, santykinė, giminaitis, santykinį, santykinės
Τυχαίες λέξεις
Στύβω στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: spaudimas, suspaudimas, kebli padėtis, slėgimas, gniaužti
Μεταφράσεις: spaudimas, suspaudimas, kebli padėtis, slėgimas, gniaužti