Στύβω στα ουγγρικά

Μετάφραση: στύβω, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
présel, squeeze, Nyomja össze, Szorítsa össze, a Squeeze
Στύβω στα ουγγρικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: στύβω

στύβω ορθογραφία, στύβω κλιση, στύβω ή στίβω, στύβω πορτοκαλια, στύβω λεμονια, στύβω λεξικό γλώσσας ουγγρικά, στύβω στα ουγγρικά

Μεταφράσεις

  • στόμιο στα ουγγρικά - luk, szájnyílás, bejárat, nyílás, száj, szája, száját, ...
  • στόχος στα ουγγρικά - célpont, cél, célt, célkitűzés, megcélzott, célzott
  • στύλος στα ουγγρικά - elegancia, bibeszál, típus, cégnév, modor, sikk, fajta, ...
  • συγγενής στα ουγγρικά - relatív, vonatkozó, képest, viszonylagos, viszonyítva, viszonyítottak
Τυχαίες λέξεις
Στύβω στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: présel, squeeze, Nyomja össze, Szorítsa össze, a Squeeze