Στύβω στα πορτογαλικά
Μετάφραση: στύβω, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
agachar-se, aperto, apertão, espremer, compressão, apertar
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: στύβω
στύβω ορθογραφία, στύβω κλιση, στύβω ή στίβω, στύβω πορτοκαλια, στύβω λεμονια, στύβω λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, στύβω στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- στόμιο στα πορτογαλικά - foz, falar, bigode, boca, a boca, da boca
- στόχος στα πορτογαλικά - alvo, fim, destino, de destino, meta
- στύλος στα πορτογαλικά - chiqueiro, costume, moda, coluna, modo, maneira, estilete, ...
- συγγενής στα πορτογαλικά - relativo, relacionamento, parente, relativa, relação, em relação
Τυχαίες λέξεις
Στύβω στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: agachar-se, aperto, apertão, espremer, compressão, apertar
Μεταφράσεις: agachar-se, aperto, apertão, espremer, compressão, apertar