Αξιωματικός στα ιταλικά
Μετάφραση: αξιωματικός, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
ufficiale, funzionario, poliziotto, ufficiale di, agente, responsabile
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αξιωματικός
αξιωματικός στρατού μισθος, αξιωματικός ορισμός πιθανότητας, αξιωματικός ε.α. - σασ φτυνω στα μουτρα αλητεσ, αξιωματικός πολεμικού ναυτικού, αξιωματικός πυροσβεστικής, αξιωματικός λεξικό γλώσσας ιταλικά, αξιωματικός στα ιταλικά
Μεταφράσεις
- αξιοσημείωτα στα ιταλικά - notevolmente, straordinariamente, notevole, estremamente, incredibilmente
- αξιοσημείωτος στα ιταλικά - illustre, apprezzabile, sensibile, percettibile, eccezionale, ragguardevole, famoso, ...
- αξιόλογος στα ιταλικά - ragguardevole, considerevole, sostanziale, solido, forte, vistoso, sostanzioso, ...
- αξιόπιστος στα ιταλικά - sicuro, affidabile, fidato, affidabili, affidabilità, attendibile, attendibili
Τυχαίες λέξεις
Αξιωματικός στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: ufficiale, funzionario, poliziotto, ufficiale di, agente, responsabile
Μεταφράσεις: ufficiale, funzionario, poliziotto, ufficiale di, agente, responsabile