Αξιωματικός στα τσεχικά
Μετάφραση: αξιωματικός, Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
důstojník, úřední, úředník, oficiální, policista, axiomatický, hodnostář, schvalující, důstojníkem, důstojníka
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αξιωματικός
αξιωματικός στρατού μισθος, αξιωματικός ορισμός πιθανότητας, αξιωματικός ε.α. - σασ φτυνω στα μουτρα αλητεσ, αξιωματικός πολεμικού ναυτικού, αξιωματικός πυροσβεστικής, αξιωματικός λεξικό γλώσσας τσεχικά, αξιωματικός στα τσεχικά
Μεταφράσεις
- αξιοσημείωτα στα τσεχικά - pozoruhodný, pozoruhodně, výrazně, mimořádně, nápadně, značně
- αξιοσημείωτος στα τσεχικά - významný, vynikající, pověstný, ocenitelný, mimořádný, znatelný, pozoruhodný, ...
- αξιόλογος στα τσεχικά - výživný, zámožný, obsažný, značný, významný, nemalý, vydatný, ...
- αξιόπιστος στα τσεχικά - spolehlivý, hodnověrný, jistý, bezpečný, spolehlivé, spolehlivější, spolehlivá, ...
Τυχαίες λέξεις
Αξιωματικός στα τσεχικά - Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά
Μεταφράσεις: důstojník, úřední, úředník, oficiální, policista, axiomatický, hodnostář, schvalující, důstojníkem, důstojníka
Μεταφράσεις: důstojník, úřední, úředník, oficiální, policista, axiomatický, hodnostář, schvalující, důstojníkem, důstojníka