Κατανέμω στα ιταλικά

Μετάφραση: κατανέμω, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
distribuire, razione, stanziare, razionare, assegnare, rapporto, razione di, razioni
Κατανέμω στα ιταλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κατανέμω

κατανέμω συνώνυμα, κατανέμω κλίση, κατανέμω συνώνυμο, κατανέμω αγγλικα, κατανέμω λεξικό γλώσσας ιταλικά, κατανέμω στα ιταλικά

Μεταφράσεις

  • καταμετρώ στα ιταλικά - admeasure
  • κατανάλωση στα ιταλικά - consumo, consumi, consumo di, il consumo, il consumo di
  • καταναλωτής στα ιταλικά - consumatore, consumatori, dei consumatori, consumo, del consumatore
  • καταναλώνω στα ιταλικά - consumare, struggere, consumano, consumo, consuma, consumerà
Τυχαίες λέξεις
Κατανέμω στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: distribuire, razione, stanziare, razionare, assegnare, rapporto, razione di, razioni