Κατανέμω στα φινλανδικά
Μετάφραση: κατανέμω, Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
osittaa, kohdentaa, jakaa, antaa, annos, myöntää, varata, annoksesta, Abp, annoksen, rehuna
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κατανέμω
κατανέμω συνώνυμα, κατανέμω κλίση, κατανέμω συνώνυμο, κατανέμω αγγλικα, κατανέμω λεξικό γλώσσας φινλανδικά, κατανέμω στα φινλανδικά
Μεταφράσεις
- καταμετρώ στα φινλανδικά - kunnari, sopia, ynnätä, vastata, admeasure
- κατανάλωση στα φινλανδικά - kulutus, kuluttaminen, syöminen, kulutuksen, kulutusta, kulutukseen, kulutuksesta
- καταναλωτής στα φινλανδικά - kuluttaja, kuluttajien, kuluttajan, kuluttajalle, kuluttajille
- καταναλώνω στα φινλανδικά - ahmia, hivuttaa, käyttää, hotkia, kalvaa, jäytää, kuluttaa, ...
Τυχαίες λέξεις
Κατανέμω στα φινλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά
Μεταφράσεις: osittaa, kohdentaa, jakaa, antaa, annos, myöntää, varata, annoksesta, Abp, annoksen, rehuna
Μεταφράσεις: osittaa, kohdentaa, jakaa, antaa, annos, myöntää, varata, annoksesta, Abp, annoksen, rehuna