Κατανέμω στα λιθουανικά

Μετάφραση: κατανέμω, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
skirstyti, racionas, raciono, racione, racioną, davinys
Κατανέμω στα λιθουανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κατανέμω

κατανέμω συνώνυμα, κατανέμω κλίση, κατανέμω συνώνυμο, κατανέμω αγγλικα, κατανέμω λεξικό γλώσσας λιθουανικά, κατανέμω στα λιθουανικά

Μεταφράσεις

  • καταμετρώ στα λιθουανικά - tikti, derėti, Dozuoti, Esamus, Išskirti, Paskirti dalį, Paskirti
  • κατανάλωση στα λιθουανικά - vartojimas, suvartojimas, vartojimo, sąnaudos, sunaudojimas
  • καταναλωτής στα λιθουανικά - vartotojas, vartotojų, vartotojui, vartojimo, vartotojo
  • καταναλώνω στα λιθουανικά - vartoti, suvartoja, sunaudoja, vartoja, sunaudoti
Τυχαίες λέξεις
Κατανέμω στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: skirstyti, racionas, raciono, racione, racioną, davinys