Κατανέμω στα πορτογαλικά
Μετάφραση: κατανέμω, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
antes, melhor, bastante, muito, racionar, ração, Ration, de ração, ração de, rações
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κατανέμω
κατανέμω συνώνυμα, κατανέμω κλίση, κατανέμω συνώνυμο, κατανέμω αγγλικα, κατανέμω λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, κατανέμω στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- καταμετρώ στα πορτογαλικά - fazer partilhas
- κατανάλωση στα πορτογαλικά - consumo, consumo de, o consumo, o consumo de, do consumo
- καταναλωτής στα πορτογαλικά - consumidor, consumidores, dos consumidores, do consumidor, consumo
- καταναλώνω στα πορτογαλικά - consumir, gastar, desgastar, esgotar, consomem, consome, consumo, ...
Τυχαίες λέξεις
Κατανέμω στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: antes, melhor, bastante, muito, racionar, ração, Ration, de ração, ração de, rações
Μεταφράσεις: antes, melhor, bastante, muito, racionar, ração, Ration, de ração, ração de, rações