Κατανέμω στα ολλανδικά

Μετάφραση: κατανέμω, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
rantsoen, toekennen, portie, verhouding, ratio, ratie
Κατανέμω στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κατανέμω

κατανέμω συνώνυμα, κατανέμω κλίση, κατανέμω συνώνυμο, κατανέμω αγγλικα, κατανέμω λεξικό γλώσσας ολλανδικά, κατανέμω στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • καταμετρώ στα ολλανδικά - toemeten
  • κατανάλωση στα ολλανδικά - consumptie, verbruik, tering, vertering, het verbruik, de consumptie, gebruik
  • καταναλωτής στα ολλανδικά - verbruiker, gebruiker, consument, de consument, consumenten, consumentenbescherming
  • καταναλώνω στα ολλανδικά - verorberen, consumeren, verbruiken, verteren, slopen, verbruikt, te consumeren
Τυχαίες λέξεις
Κατανέμω στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: rantsoen, toekennen, portie, verhouding, ratio, ratie