Μονάδα στα ιταλικά

Μετάφραση: μονάδα, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
reparto, unità, elemento, dell'unità, unità di, apparecchio, un'unità
Μονάδα στα ιταλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: μονάδα

μονάδα τεχνητού νεφρού, μονάδα σημασιολογικού ιστού, μονάδα 731, μονάδα αναπτυξιακής παιδιατρικής του νοσοκομείου παίδων «αγλαΐα κυριακού», μονάδα ανθρώπινης εργασίας, μονάδα λεξικό γλώσσας ιταλικά, μονάδα στα ιταλικά

Μεταφράσεις

  • μολύνω στα ιταλικά - appestare, ammorbare, infettare, contagiare, infettare i, di infettare, infettare le
  • μομφή στα ιταλικά - rimprovero, rimproverare, biasimo, vituperio, obbrobrio
  • μονή στα ιταλικά - abbazia, badia, dell'abbazia, abbaziale, abbey, all'abbazia
  • μοναδικός στα ιταλικά - singolo, bizzarro, eccezionale, straordinario, unico, singolare, strano, ...
Τυχαίες λέξεις
Μονάδα στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: reparto, unità, elemento, dell'unità, unità di, apparecchio, un'unità