Μονάδα στα λιθουανικά

Μετάφραση: μονάδα, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
vienetas, vieneto, blokas, padalinys, skyrius
Μονάδα στα λιθουανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: μονάδα

μονάδα τεχνητού νεφρού, μονάδα σημασιολογικού ιστού, μονάδα 731, μονάδα αναπτυξιακής παιδιατρικής του νοσοκομείου παίδων «αγλαΐα κυριακού», μονάδα ανθρώπινης εργασίας, μονάδα λεξικό γλώσσας λιθουανικά, μονάδα στα λιθουανικά

Μεταφράσεις

  • μολύνω στα λιθουανικά - užkrėsti, užkrečia, infekuoti, infekuoja, užsikrėsti
  • μομφή στα λιθουανικά - priekaištas, priekaištauti, panieką, gėda, tyčiosis
  • μονή στα λιθουανικά - vienuolynas, abatija, Abbey, vienuolyno, opactwo
  • μοναδικός στα λιθουανικά - unikalus, unikali, unikalų, unikalūs, unikalią
Τυχαίες λέξεις
Μονάδα στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: vienetas, vieneto, blokas, padalinys, skyrius