Αγγίζω στα λευκορωσικά
Μετάφραση: αγγίζω, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
закрануць, крануць, дакрануцца, дакрануцца да
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αγγίζω
αγγίζω συνώνυμο, αγγίζω το ξυράφι λίγο λίγο στάζει αίμα και μου φαίνεται αστείο, αγγίζω παιγνιοθεραπεία, αγγίζω αγγλικά, αγγίζω στα αγγλικά, αγγίζω λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, αγγίζω στα λευκορωσικά
Μεταφράσεις
- αγαπητός στα λευκορωσικά - дарагі, дарогай, дарагой, дарогаю, шляхам
- αγαπώ στα λευκορωσικά - кахаць, каханне, любоў, любовь, каханьне
- αγγαρεία στα λευκορωσικά - працаваць, выпадковая праца
- αγγείο στα λευκορωσικά - гаршчок, ваза, судно
Τυχαίες λέξεις
Αγγίζω στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: закрануць, крануць, дакрануцца, дакрануцца да
Μεταφράσεις: закрануць, крануць, дакрануцца, дакрануцца да