Αγγίζω στα ιταλικά
Μετάφραση: αγγίζω, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
tocco, affettare, toccare, tastare, contatto, premere, toccate, tatto
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αγγίζω
αγγίζω συνώνυμο, αγγίζω το ξυράφι λίγο λίγο στάζει αίμα και μου φαίνεται αστείο, αγγίζω παιγνιοθεραπεία, αγγίζω αγγλικά, αγγίζω στα αγγλικά, αγγίζω λεξικό γλώσσας ιταλικά, αγγίζω στα ιταλικά
Μεταφράσεις
- αγαπητός στα ιταλικά - caro, costoso, diletto, cara, cari, care, carissimo
- αγαπώ στα ιταλικά - amore, passione, amare, piacere, l'amore, piacerebbe, amo
- αγγαρεία στα ιταλικά - crocchiare, lavoretto, lavoro di routine, compito, chore, lavoro ingrato
- αγγείο στα ιταλικά - vascello, recipiente, vaso, nave, bastimento, vaso di, vase, ...
Τυχαίες λέξεις
Αγγίζω στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: tocco, affettare, toccare, tastare, contatto, premere, toccate, tatto
Μεταφράσεις: tocco, affettare, toccare, tastare, contatto, premere, toccate, tatto