Αγγίζω στα σουηδικά
Μετάφραση: αγγίζω, Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
vidröra, beröra, kontakt, röra, beröring, Rör, trycker du
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αγγίζω
αγγίζω συνώνυμο, αγγίζω το ξυράφι λίγο λίγο στάζει αίμα και μου φαίνεται αστείο, αγγίζω παιγνιοθεραπεία, αγγίζω αγγλικά, αγγίζω στα αγγλικά, αγγίζω λεξικό γλώσσας σουηδικά, αγγίζω στα σουηδικά
Μεταφράσεις
- αγαπητός στα σουηδικά - rar, kostbar, dyr, kär, kostsam, dyrbar, kära, ...
- αγαπώ στα σουηδικά - kärlek, älska, älskar, love, att älska
- αγγαρεία στα σουηδικά - uppgift, syssla, börda, knepig, rutin, chore
- αγγείο στα σουηδικά - fartyg, kärl, båt, skuta, skepp, vas, vase, ...
Τυχαίες λέξεις
Αγγίζω στα σουηδικά - Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Μεταφράσεις: vidröra, beröra, kontakt, röra, beröring, Rör, trycker du
Μεταφράσεις: vidröra, beröra, kontakt, röra, beröring, Rör, trycker du