Θρησκευόμενος στα λευκορωσικά
Μετάφραση: θρησκευόμενος, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
рэлігійны, рэлігійнае
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: θρησκευόμενος
θρησκευόμενος λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, θρησκευόμενος στα λευκορωσικά
Μεταφράσεις
- θρησκεία στα λευκορωσικά - рэлігія
- θρησκευτικός στα λευκορωσικά - рэлігійны, рэлігійнае
- θριαμβευτικά στα λευκορωσικά - радасна, радасцю, з радасцю
- θριαμβευτικός στα λευκορωσικά - пераможны, радасны, будзе трыумфаваць
Τυχαίες λέξεις
Θρησκευόμενος στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: рэлігійны, рэлігійнае
Μεταφράσεις: рэлігійны, рэлігійнае