Θρησκευόμενος στα τούρκικα

Μετάφραση: θρησκευόμενος, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
sofu, dini, dindar, dinsel, din, dinî
Θρησκευόμενος στα τούρκικα
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: θρησκευόμενος

θρησκευόμενος λεξικό γλώσσας τούρκικα, θρησκευόμενος στα τούρκικα

Μεταφράσεις

  • θρησκεία στα τούρκικα - din, dini, dinin, İnanç, bir din
  • θρησκευτικός στα τούρκικα - dini, dindar, sofu, dinsel, din, dinî
  • θριαμβευτικά στα τούρκικα - sevinçle, coşkuyla
  • θριαμβευτικός στα τούρκικα - muzaffer, zafer, muzaffer bir, galip, zafer kazanmış
Τυχαίες λέξεις
Θρησκευόμενος στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: sofu, dini, dindar, dinsel, din, dinî