Θρησκευόμενος στα ουγγρικά

Μετάφραση: θρησκευόμενος, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
vallási, vallásos, a vallási, egyházi, a vallásos
Θρησκευόμενος στα ουγγρικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: θρησκευόμενος

θρησκευόμενος λεξικό γλώσσας ουγγρικά, θρησκευόμενος στα ουγγρικά

Μεταφράσεις

  • θρησκεία στα ουγγρικά - vallás, a vallás, vallási, valláson, vallást
  • θρησκευτικός στα ουγγρικά - vallási, vallásos, a vallási, egyházi, a vallásos
  • θριαμβευτικά στα ουγγρικά - diadalmasan, ujjongva
  • θριαμβευτικός στα ουγγρικά - diadalmaskodó, diadalmas, győzedelmes, diadalmasan, győztes, diadalittas
Τυχαίες λέξεις
Θρησκευόμενος στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: vallási, vallásos, a vallási, egyházi, a vallásos