Θρησκευόμενος στα ολλανδικά

Μετάφραση: θρησκευόμενος, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
religieus, gelovig, godsdienstig, religieuze, godsdienstige, Religious
Θρησκευόμενος στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: θρησκευόμενος

θρησκευόμενος λεξικό γλώσσας ολλανδικά, θρησκευόμενος στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • θρησκεία στα ολλανδικά - fiducie, geloof, godsdienst, vertrouwen, religie, Religies, Religion
  • θρησκευτικός στα ολλανδικά - gelovig, religieus, godsdienstig, religieuze, godsdienstige, Religious
  • θριαμβευτικά στα ολλανδικά - juichend, jubilantly, jubelend, triomfantelijk, juichende
  • θριαμβευτικός στα ολλανδικά - triomfantelijk, zegevierend, triomfantelijke, triomferende, zegevierende
Τυχαίες λέξεις
Θρησκευόμενος στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: religieus, gelovig, godsdienstig, religieuze, godsdienstige, Religious