Θρησκευόμενος στα σλαβομακεδονικά
Μετάφραση: θρησκευόμενος, Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
верски, религиозни, религиозните, верска, верските
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: θρησκευόμενος
θρησκευόμενος λεξικό γλώσσας σλαβομακεδονικά, θρησκευόμενος στα σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις
- θρησκεία στα σλαβομακεδονικά - верата, религија, религијата, вероисповед, вера
- θρησκευτικός στα σλαβομακεδονικά - верски, религиозни, религиозните, верска, верските
- θριαμβευτικά στα σλαβομακεδονικά - jubilantly
- θριαμβευτικός στα σλαβομακεδονικά - триумфален, триумфално, триумфална, триумфални, триумфалниот
Τυχαίες λέξεις
Θρησκευόμενος στα σλαβομακεδονικά - Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις: верски, религиозни, религиозните, верска, верските
Μεταφράσεις: верски, религиозни, религиозните, верска, верските