Θρησκευόμενος στα πορτογαλικά
Μετάφραση: θρησκευόμενος, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
religioso, religião, religiosa, religiosos, religiosas
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: θρησκευόμενος
θρησκευόμενος λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, θρησκευόμενος στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- θρησκεία στα πορτογαλικά - fé, religião, reacender, a religião, da religião, religiosa
- θρησκευτικός στα πορτογαλικά - religioso, religião, religiosa, religiosos, religiosas
- θριαμβευτικά στα πορτογαλικά - jubilantemente, jubilantly, júbilo, jubilosamente, com júbilo
- θριαμβευτικός στα πορτογαλικά - triunfante, triunfal, triunfo, triunfantes, vitoriosa
Τυχαίες λέξεις
Θρησκευόμενος στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: religioso, religião, religiosa, religiosos, religiosas
Μεταφράσεις: religioso, religião, religiosa, religiosos, religiosas