Θρησκευόμενος στα πολωνικά
Μετάφραση: θρησκευόμενος, Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
religijny, religioznawstwo, wierzeniowy, nabożny, pobożny, zakonnik, religijnych, religijne
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: θρησκευόμενος
θρησκευόμενος λεξικό γλώσσας πολωνικά, θρησκευόμενος στα πολωνικά
Μεταφράσεις
- θρησκεία στα πολωνικά - wyznanie, religia, religii, religię, religią, zakon
- θρησκευτικός στα πολωνικά - religioznawstwo, religijny, wierzeniowy, nabożny, pobożny, zakonnik, religijnych, ...
- θριαμβευτικά στα πολωνικά - tryumfalnie, tryumfująco, radośnie, triumfalnie, uroczyście
- θριαμβευτικός στα πολωνικά - triumfalny, triumfujący, zwycięski, tryumfalny, triumfalne
Τυχαίες λέξεις
Θρησκευόμενος στα πολωνικά - Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Μεταφράσεις: religijny, religioznawstwo, wierzeniowy, nabożny, pobożny, zakonnik, religijnych, religijne
Μεταφράσεις: religijny, religioznawstwo, wierzeniowy, nabożny, pobożny, zakonnik, religijnych, religijne