Καρποφόρος στα λευκορωσικά

Μετάφραση: καρποφόρος, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
плённую, плённы, плённая
Καρποφόρος στα λευκορωσικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: καρποφόρος

καρποφόρος συνώνυμα, καρποφόρος συνώνυμο, καρποφόρος λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, καρποφόρος στα λευκορωσικά

Μεταφράσεις

  • καρπαζιά στα λευκορωσικά - аплявушын, аплявуху, поўхі, кухталі, аплявух
  • καρπαζώνω στα λευκορωσικά - аплявушын, аплявуху, поўхі, кухталі, аплявух
  • καρπός στα λευκορωσικά - плод, садавіна, садавіну, фрукты
  • καρτέρι στα λευκορωσικά - пастка
Τυχαίες λέξεις
Καρποφόρος στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: плённую, плённы, плённая