Καρποφόρος στα ουγγρικά
Μετάφραση: καρποφόρος, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
eredményes, gyümölcsöző, termékeny, gyümölcsözőnek, a gyümölcsöző
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: καρποφόρος
καρποφόρος συνώνυμα, καρποφόρος συνώνυμο, καρποφόρος λεξικό γλώσσας ουγγρικά, καρποφόρος στα ουγγρικά
Μεταφράσεις
- καρπαζιά στα ουγγρικά - árnyalatnyi, zsupsz, cuppanás, cuppantás, folt, befolyással, befolyásának, ...
- καρπαζώνω στα ουγγρικά - folt, befolyással, befolyásának, tátong, pofon
- καρπός στα ουγγρικά - gyümölcs, gyümölcs-, gyümölcsök, gyümölcsöt, gyümölcse
- καρτέρι στα ουγγρικά - leselkedés, rejtek, csapda, csapdába, csapdát, trap, csapdával
Τυχαίες λέξεις
Καρποφόρος στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: eredményes, gyümölcsöző, termékeny, gyümölcsözőnek, a gyümölcsöző
Μεταφράσεις: eredményes, gyümölcsöző, termékeny, gyümölcsözőnek, a gyümölcsöző