Καρποφόρος στα τούρκικα

Μετάφραση: καρποφόρος, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
verimli, verimli bir, bereketli
Καρποφόρος στα τούρκικα
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: καρποφόρος

καρποφόρος συνώνυμα, καρποφόρος συνώνυμο, καρποφόρος λεξικό γλώσσας τούρκικα, καρποφόρος στα τούρκικα

Μεταφράσεις

  • καρπαζιά στα τούρκικα - tokat, eroin, şamar, nüfuz, clout, nüfuzunun, nüfuzu, ...
  • καρπαζώνω στα τούρκικα - nüfuz, clout, nüfuzunun, nüfuzu, prestij
  • καρπός στα τούρκικα - meyve, meyveler, fruit, meyva
  • καρτέρι στα τούρκικα - pusu, tuzak, trap, tuzağı, kapanı, kapan
Τυχαίες λέξεις
Καρποφόρος στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: verimli, verimli bir, bereketli