Δοσολογία στα λιθουανικά

Μετάφραση: δοσολογία, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
dozė, dozavimas, dozės, dozę, dozavimo
Δοσολογία στα λιθουανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: δοσολογία

δοσολογία soldesanil, δοσολογία aerius, δοσολογία augmentin, δοσολογία αρωμάτων atmos lab, δοσολογία sinecod, δοσολογία λεξικό γλώσσας λιθουανικά, δοσολογία στα λιθουανικά

Μεταφράσεις

  • δορυφόρος στα λιθουανικά - palydovas, palydovinis, palydovinė, palydovinės, palydovinio
  • δοσοληψία στα λιθουανικά - sandoris, sandorio, sandorių, sandorį, operacija
  • δουκάτο στα λιθουανικά - kunigaikštystė, Hercogystė, kunigaikštyste, Infliantai
  • δουλεία στα λιθουανικά - vergovė, vergija, Surišejai, Bondage, nelaisvėje, Užveržimo, užveržėjas
Τυχαίες λέξεις
Δοσολογία στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: dozė, dozavimas, dozės, dozę, dozavimo