Τρέφω στα λιθουανικά
Μετάφραση: τρέφω, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
pašaras, pašarų, pašarai, pašarus, pašaro
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: τρέφω
τρέφω παράγωγα, τρέφω συνώνυμα, τρέφω λεξικό γλώσσας λιθουανικά, τρέφω στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- τρένο στα λιθουανικά - traukinys, dresiruoti, mokyti, traukinio, traukinių, traukiniu
- τρέξιμο στα λιθουανικά - bėgimas, veikia, važiavimo, veikimas, bėgimo
- τρέχω στα λιθουανικά - greitis, veikti, brūkšnys, dirbti, siautėti, siautėti ir, Rampage, ...
- τρήμα στα λιθουανικά - kanalas, foramen, dėmė
Τυχαίες λέξεις
Τρέφω στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: pašaras, pašarų, pašarai, pašarus, pašaro
Μεταφράσεις: pašaras, pašarų, pašarai, pašarus, pašaro