Τρέφω στα ισλανδικά

Μετάφραση: τρέφω, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
næra, fæða, brjósti, á brjósti, fóður, fóðri
Τρέφω στα ισλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: τρέφω

τρέφω παράγωγα, τρέφω συνώνυμα, τρέφω λεξικό γλώσσας ισλανδικά, τρέφω στα ισλανδικά

Μεταφράσεις

  • τρένο στα ισλανδικά - járnbrautarlest, lest, þjálfa, Train, Lestin, lestinni
  • τρέξιμο στα ισλανδικά - kapphlaup, gangi, keyra, í gangi, hlaupandi, að keyra
  • τρέχω στα ισλανδικά - hraði, hlaupa, hleypa, Rampage
  • τρήμα στα ισλανδικά - foramen
Τυχαίες λέξεις
Τρέφω στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: næra, fæða, brjósti, á brjósti, fóður, fóðri