Τρέφω στα σλαβομακεδονικά
Μετάφραση: τρέφω, Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
feed, храна, фидот, сточна храна, се хранат
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: τρέφω
τρέφω παράγωγα, τρέφω συνώνυμα, τρέφω λεξικό γλώσσας σλαβομακεδονικά, τρέφω στα σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις
- τρένο στα σλαβομακεδονικά - воз, возот, железничка, железничката, возови
- τρέξιμο στα σλαβομακεδονικά - работи, трчање, водењето, водење, ред
- τρέχω στα σλαβομακεδονικά - брзина, дивеење, пукотницата, дивеењето, масакрот, лутина
- τρήμα στα σλαβομακεδονικά - форамен, отворот, отвор, foramen, отворен форамен
Τυχαίες λέξεις
Τρέφω στα σλαβομακεδονικά - Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις: feed, храна, фидот, сточна храна, се хранат
Μεταφράσεις: feed, храна, фидот, сточна храна, се хранат