Τρέφω στα νορβηγικά

Μετάφραση: τρέφω, Λεξικό: ελληνικά » νορβηγικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
oppdragelse, ernære, oppdra, fôr, mating, fôret, mate
Τρέφω στα νορβηγικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: τρέφω

τρέφω παράγωγα, τρέφω συνώνυμα, τρέφω λεξικό γλώσσας νορβηγικά, τρέφω στα νορβηγικά

Μεταφράσεις

  • τρένο στα νορβηγικά - trene, karavane, tog, jernbane, toget, Train, Tren for
  • τρέξιμο στα νορβηγικά - løping, løpe, kjører, rennende, drift
  • τρέχω στα νορβηγικά - fart, betjene, renn, løp, tilstrømning, hastverk, hastighet, ...
  • τρήμα στα νορβηγικά - foramen
Τυχαίες λέξεις
Τρέφω στα νορβηγικά - Λεξικό: ελληνικά » νορβηγικά
Μεταφράσεις: oppdragelse, ernære, oppdra, fôr, mating, fôret, mate