Τρέφω στα ρουμανικά
Μετάφραση: τρέφω, Λεξικό: ελληνικά » ρουμανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
ridica, hrană, de alimentare, furaje, hrana, furajelor
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: τρέφω
τρέφω παράγωγα, τρέφω συνώνυμα, τρέφω λεξικό γλώσσας ρουμανικά, τρέφω στα ρουμανικά
Μεταφράσεις
- τρένο στα ρουμανικά - tren, dresa, caravană, trenul, trenului
- τρέξιμο στα ρουμανικά - curs, funcționare, rulare, de rulare, de funcționare, rulează
- τρέχω στα ρουμανικά - alerga, test, curs, viteză, grabă, cratimă, ieșire violentă, ...
- τρήμα στα ρουμανικά - foramen, foramenului, foramenul, găurii
Τυχαίες λέξεις
Τρέφω στα ρουμανικά - Λεξικό: ελληνικά » ρουμανικά
Μεταφράσεις: ridica, hrană, de alimentare, furaje, hrana, furajelor
Μεταφράσεις: ridica, hrană, de alimentare, furaje, hrana, furajelor