Τρέφω στα λατινικά
Μετάφραση: τρέφω, Λεξικό: ελληνικά » λατινικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λατινικά
Μεταφράσεις:
alo
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: τρέφω
τρέφω παράγωγα, τρέφω συνώνυμα, τρέφω λεξικό γλώσσας λατινικά, τρέφω στα λατινικά
Μεταφράσεις
- τρέχω στα λατινικά - celeritas, accelero, impetus
Τυχαίες λέξεις
Τρέφω στα λατινικά - Λεξικό: ελληνικά » λατινικά
Μεταφράσεις: alo
Μεταφράσεις: alo