Τρέφω στα τούρκικα

Μετάφραση: τρέφω, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
beslemek, besleme, yem, feed, beslemesi, yemi
Τρέφω στα τούρκικα
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: τρέφω

τρέφω παράγωγα, τρέφω συνώνυμα, τρέφω λεξικό γλώσσας τούρκικα, τρέφω στα τούρκικα

Μεταφράσεις

  • τρένο στα τούρκικα - tren, kervan, takım, train, treni, bir tren
  • τρέξιμο στα τούρκικα - koşu, çalışan, çalışma, işletme, çalıştıran
  • τρέχω στα τούρκικα - test, hız, sürat, acele, muayene, koşu, çabukluk, ...
  • τρήμα στα τούρκικα - foramen, foramenin
Τυχαίες λέξεις
Τρέφω στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: beslemek, besleme, yem, feed, beslemesi, yemi