Διοικώ στα ολλανδικά

Μετάφραση: διοικώ, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
besturen, beheren, administreren, dioiko
Διοικώ στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: διοικώ

διοικώ αρχικοι χρονοι, διοικώ συνώνυμο, διοικώ συνώνυμα, διοικώ μετάφραση, διοικώ ετυμολογία, διοικώ λεξικό γλώσσας ολλανδικά, διοικώ στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • διοικητής στα ολλανδικά - commandant, bevelhebber, Commander, gezagvoerder, commandant van
  • διοικητικός στα ολλανδικά - beheer, bestuur, toediening, administratie, administratiekantoor, administratief, bestuurs-, ...
  • διορία στα ολλανδικά - uitdrukking, term, vakterm, deadline, termijn, uiterste datum, uiterste termijn, ...
  • διορίζομαι στα ολλανδικά - beleggen, investeren, inhuldigen, benoemd, benoemde, aangesteld, benoemd tot, ...
Τυχαίες λέξεις
Διοικώ στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: besturen, beheren, administreren, dioiko