Διοικώ στα πορτογαλικά

Μετάφραση: διοικώ, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
administre, dioiko
Διοικώ στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: διοικώ

διοικώ αρχικοι χρονοι, διοικώ συνώνυμο, διοικώ συνώνυμα, διοικώ μετάφραση, διοικώ ετυμολογία, διοικώ λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, διοικώ στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • διοικητής στα πορτογαλικά - comandante, comandante da, comandante de, chefe, comandante do
  • διοικητικός στα πορτογαλικά - administração, administrativo, administrativa, administrativas, administrativos
  • διορία στα πορτογαλικά - vocábulo, expressão, termo, tergiversar, prazo de entrega, prazo, prazo de, ...
  • διορίζομαι στα πορτογαλικά - inverter, ungir, investir, nomeado, Designado, Apontado, nomeados, ...
Τυχαίες λέξεις
Διοικώ στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: administre, dioiko