Διοικώ στα τούρκικα
Μετάφραση: διοικώ, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
dioiko
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: διοικώ
διοικώ αρχικοι χρονοι, διοικώ συνώνυμο, διοικώ συνώνυμα, διοικώ μετάφραση, διοικώ ετυμολογία, διοικώ λεξικό γλώσσας τούρκικα, διοικώ στα τούρκικα
Μεταφράσεις
- διοικητής στα τούρκικα - komutan, komutanı, commander, kumandan, kumandanı
- διοικητικός στα τούρκικα - yönetim, idari, yönetimsel, yönetici, idare
- διορία στα τούρκικα - vade, kavram, son teslim tarihi, tarihi, tarihi İhale Tarihi, son, son tarih
- διορίζομαι στα τούρκικα - döşenmiş, Göreve başlama, Göreve, Göreve başlama Görevden, Görevden
Τυχαίες λέξεις
Διοικώ στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: dioiko
Μεταφράσεις: dioiko