Διοικώ στα σουηδικά
Μετάφραση: διοικώ, Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
administrera, förvalta, dioiko
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: διοικώ
διοικώ αρχικοι χρονοι, διοικώ συνώνυμο, διοικώ συνώνυμα, διοικώ μετάφραση, διοικώ ετυμολογία, διοικώ λεξικό γλώσσας σουηδικά, διοικώ στα σουηδικά
Μεταφράσεις
- διοικητής στα σουηδικά - befälhavare, commander, befälhavaren, commanderen, chefen
- διοικητικός στα σουηδικά - styrelse, regi, förvaltning, regering, administrativa, administrativ, administrativt, ...
- διορία στα σουηδικά - term, termin, deadline, tidsfrist, tidsfristen, tidsgräns, fristen
- διορίζομαι στα σουηδικά - investera, Utsedd, Utnämnd, Invald, utsåg, Förordnad
Τυχαίες λέξεις
Διοικώ στα σουηδικά - Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Μεταφράσεις: administrera, förvalta, dioiko
Μεταφράσεις: administrera, förvalta, dioiko