Θεμιτός στα ολλανδικά
Μετάφραση: θεμιτός, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
rechtmatig, wettig, gerechtvaardigd, legitieme, legitiem
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: θεμιτός
θεμιτός ορισμός, θεμιτός συνώνυμο, θεμιτός ανταγωνισμός βικιπαιδεια, θεμιτός ανταγωνισμός, θεμιτός λεξικο, θεμιτός λεξικό γλώσσας ολλανδικά, θεμιτός στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- θεματοφύλακας στα ολλανδικά - beheerder, bewaarder, certificaten, depositaris, certificaten van, de bewaarder
- θεμελιώδης στα ολλανδικά - fundamenteel, fundamentele, de fundamentele, fundamenteel belang, basis
- θεολογία στα ολλανδικά - theologie, godgeleerdheid, de theologie, theologische
- θεολόγος στα ολλανδικά - theoloog, theologian, theologe, theologen
Τυχαίες λέξεις
Θεμιτός στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: rechtmatig, wettig, gerechtvaardigd, legitieme, legitiem
Μεταφράσεις: rechtmatig, wettig, gerechtvaardigd, legitieme, legitiem