Θεμιτός στα σουηδικά
Μετάφραση: θεμιτός, Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
legitim, legitimt, legitima, berättigade, berättigat
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: θεμιτός
θεμιτός ορισμός, θεμιτός συνώνυμο, θεμιτός ανταγωνισμός βικιπαιδεια, θεμιτός ανταγωνισμός, θεμιτός λεξικο, θεμιτός λεξικό γλώσσας σουηδικά, θεμιτός στα σουηδικά
Μεταφράσεις
- θεματοφύλακας στα σουηδικά - förvarings, depositarien, förvaringsinstitut, förvaringsinstitutet, depositarie
- θεμελιώδης στα σουηδικά - grundläggande, grund, fundamental, fundamentala, avgörande
- θεολογία στα σουηδικά - teologi, teologin, teologiska
- θεολόγος στα σουηδικά - teolog, teologen
Τυχαίες λέξεις
Θεμιτός στα σουηδικά - Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Μεταφράσεις: legitim, legitimt, legitima, berättigade, berättigat
Μεταφράσεις: legitim, legitimt, legitima, berättigade, berättigat