Αυθαίρετος στα ουκρανικά
Μετάφραση: αυθαίρετος, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
владний, довільний
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αυθαίρετος
αυθαίρετος ετυμολογία, αυθαίρετος συνώνυμο, αυθαίρετος μετάφραση, αυθαίρετος wiki, αυθαίρετος σημασία, αυθαίρετος λεξικό γλώσσας ουκρανικά, αυθαίρετος στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- αυθάδεια στα ουκρανικά - устілка, самозванець, творець, розв'язність, розбещеність
- αυθάδης στα ουκρανικά - зухвалий, нахабний, нахабно
- αυθεντία στα ουκρανικά - підстава, уповноваження, повноваження, влади, влада, владу
- αυθεντικός στα ουκρανικά - дійсний, справжній, істинний, достовірний, автентичний, непідроблений, вірогідний, ...
Τυχαίες λέξεις
Αυθαίρετος στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: владний, довільний
Μεταφράσεις: владний, довільний